κατέρριψα

κατέρριψα
κατέρρῑψα , καταρρίπτω
throw down
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταρρίπτω — κατέρριψα και κατάρριψα, καταρρίφτηκα, καταρριμμένος, καταγκρεμίζω, κατεδαφίζω, ρίχνω κάτι ή κάποιον κάτω, ανατρέπω, υπερβάλλω: Κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο δίσκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταρρίπτω — καταρρίπτω, κατέρριψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”